θερμοστάτης

θερμοστάτης
ο термостат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θερμοστάτης" в других словарях:

  • θερμοστάτης — Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί. Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός …   Dictionary of Greek

  • θερμοστάτης — ο όργανο που με την αυτόματη λειτουργία του διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία σε διάφορες συσκευές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμορρυθμιστής — ο ο θερμοστάτης …   Dictionary of Greek

  • χαλάρωση — Όρος της οικονομολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ανακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας που προκαλείται από πρόσκαιρη ανισορροπία μεταξύ των βασικών παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Η χ. παρατηρείται συνήθως όταν η παραγωγή, η… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»